-
1 ὠστίζομαι
Aὠστιοῦμαι Ar. Ach.24
:—[voice] Pass., Frequentat. of ὠθέομαι, to push and be pushed about, mostly c. dat. pers., to jostle with another, jostle him and be jostled by him,ὠστιεῖ Κλεονύμῳ Ar.Ach. 844
;δούλαισιν ὠστιζομένη Id.Lys. 330
(lyr.);ὠστιοῦνται.. ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου Id.Ach. 24
: abs., ἐς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται jostles for the first seat, ib.42, cf. Pl. 330; so, Comically, τῶν.. πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον TeleclId.1.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠστίζομαι
См. также в других словарях:
προεδρία — η, ΝΜΑ, και προεδρεία ΝΜ, και ιων. τ. προεδρίη Α το αξίωμα τού προέδρου νεοελλ. 1. η χρονική περίοδος τής θητείας τού προέδρου («επὶ τής προεδρίας του τα πράγματα ήταν διαφορετικά») 2. φρ. α) «προεδρία τής δημοκρατίας» ί) το αξίωμα τού Προέδρου… … Dictionary of Greek